ανεμώ — (I) ἀνεμῶ ( έω) (Α) εξεμώ, κάνω εμετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)* + εμώ «ξερνώ, κάνω εμετό»]. (II) ἀνεμῶ ( όω) (AM) Ι. ενεργ. μσν. εκθέτω στον άνεμο, αφήνω να κυματίζει στον άνεμο II. (μέσ., ούμαι) (αρχ. μσν.) σαλεύω, κυματίζω στον αέρα («ἠνεμωμένος… … Dictionary of Greek
ανερεύγω — ἀνερεύγω (Α) 1. εξεμώ, ξερνώ 2. μέσ. (για ποταμούς) εκβάλλω, χύνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + *ερεύγω, τού ερεύγομαι (Ι) «κάνω εμετό, εκβάλλω»] … Dictionary of Greek
απερεύγομαι — ἀπερεύγομαι (Α) [ερεύγομαι] 1. εξεμώ, ξερνώ 2. (για ποταμούς) εκβάλλω, χύνομαι … Dictionary of Greek
αποβλύζω — ἀποβλύζω (Α) 1. εξεμώ μικρή ποσότητα υγρού 2. (για πηγή) αναβλύζω … Dictionary of Greek
αποφλύζω — ἀποφλύζω (Α) [φλύζω] εξεμώ, ξερνώ … Dictionary of Greek
παραβλύζω — Α αποπτύω, εξεμώ, βγάζω από το στόμα («παραβλύζειν τοῡ οἴνου ἐν τῷ ὕπνω», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + βλύζω «κοχλάζω, πλημμυρίζω»] … Dictionary of Greek
προεξεμώ — έω, Α κάνω προηγουμένως εμετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐξεμῶ «αποβάλλω κάτι με εμετό»] … Dictionary of Greek
προσεξεμώ — έω, Α [ἐξεμῶ] κάνω εμετό επί πλέον … Dictionary of Greek
συνεξεμώ — έω, ΜA κάνω εμετό μαζί με κάποιον άλλο ή συγχρόνως με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξεμῶ «κάνω εμετο»] … Dictionary of Greek
συνεπισπώ — άω, ΜΑ έλκω προς το μέρος μου μαζί ή συγχρόνως με άλλον («ἵππος...βίᾳ συνεπισπάσας τὸν ἡνίοχον εἰς τὸ ῥεῑθρον», Πλούτ.) μσν. μτφ. εξεμώ, ξερνώ πολλά μαζί αρχ. μέσ. συνεπισπῶμαι, άομαι α) συμπαρασύρω μαζί μου στην καταστροφή («καὶ τοὺς φίλους… … Dictionary of Greek